- ραφινάτος
- -η, -ο, Ν1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος2. μτφ. εκλεπτυσμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραφινάτος, -η, -ο — και ραφινέ (άκλ.), διυλισμένος, εκλεπτυσμένος: Το λάδι που πήραμε είναι ραφινέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραφινέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
φίνος — α, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), λεπτός στους τρόπους, ευγενικός, αβρός, ραφινάτος: Είναι ελκυστικός άνθρωπος, γιατί είναι φίνος. 2. εύστροφος, έξυπνος, άνθρωπος με οξύνοια. 3. (για πράγματα), ο δουλεμένος με λεπτότητα, ο εξαίρετος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)